- ξοανοποιΐα
- ξοανο-ποιΐα, ἡ, u. ξοαν-ουργία, ἡ, das Schnitzen oder Aushauen von hölzernen oder steinernen Bildwerken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξοανοποιία — ξοανοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή ξοάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ)] … Dictionary of Greek
ξοανοποιίαν — ξοανοποιίᾱν , ξοανοποιία carving of images fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξοανουργία — ξοανουργία, ἡ (Α) ξοανοποιία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + ουργία (< ουργός < ἔργον)] … Dictionary of Greek